- ψυχαναγκασμός
- ο, Νιατρ. εισβολή, στη σκέψη, ιδέας, αισθήματος ή τάσης, που φαίνεται στο άτομο ως νοσηρό φαινόμενο σε ασυμφωνία με το ενσυνείδητο εγώ του, μολονότι εκπορεύεται από τον δικό του ψυχισμό, και που εξακολουθεί να υπάρχει παρά τις προσπάθειες τού ασθενούς να απαλλαγεί από αυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + αναγκάζω. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. compulsion και obsession].
Dictionary of Greek. 2013.